-
1 плодить
-пложу, плодишьρ.δ.μ.1. γεννώ, τίκτω αναπαράγω.2. μτφ. δημιουργώ, παράγω, βγάζω.1. γεννώ, τίκτω πολλαπλασιάζομαι.2. μτφ. εμφανίζομαι, προ έρχομαι, πηγάζω•από την αεργία (τεμπελιά) γεννιώνται κουτσομπολιά και διχόνοιες.
1 плодить